- αεροζόλ
- aérosol
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κολλοειδή — Διαλύματα που χαρακτηρίζουν μία ορισμένη κατάσταση της ύλης, η οποία ορίζεται από την ύπαρξη σωματιδίων με μεγάλη επιφάνεια ανά μονάδα όγκου ή ανά μονάδα μάζας. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε οποιαδήποτε ουσία, ανεξάρτητα από τη χημική σύσταση, τη… … Dictionary of Greek
άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… … Dictionary of Greek
αερόλυμα — ή αεροσόλ ή αεροζόλ Χημ. αιώρημα υπερμικροσκοπικών σταγονιδίων ή στερεών σωματιδίων μέσα σε ένα αέριο (συνήθως αέρα). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aerosol, νόθο σύνθ. < aero (< αήρ, έρος) + sol (συγκεκομμένος τ. τού… … Dictionary of Greek